- τροχοπεδητής
- ο, Νσιδηροδρομικός υπάλληλος, χειριστής τής τροχοπέδης στους παλαιούς σιδηροδρόμους, κν. φρενατζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχοπεδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχοπεδητής — ο ο χειριστής της τροχοπέδης, του φρένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρεναδόρος — ο, Ν τροχοπεδητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + κατάλ. δόρος (πρβλ. σαλτα δόρος, τζογα δόρος)] … Dictionary of Greek
φρεναδόρος — ο ο τροχοπεδητής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)